- κατάψευσμα
- κατάψευσμαfalse accusationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάψευσμα — κατάψευσμα, τὸ (Α) [καταψευδομαι] 1. ψευδής κατηγορία 2. επινόημα, ψέμα … Dictionary of Greek
καταψεύσμασιν — κατάψευσμα false accusation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)